Johnny Depp - Τζόνι Ντεπ
Το είδωλο ενός «κλόουν» στην παραστατική τέχνη
Ο Johnny Depp ως ένας χαρισματικός ηθοποιός δοκιμάστηκε ήδη με επιτυχία σε μια σειρά πολυποίκιλων ρόλων σε διαφορετικά είδη κινηματογράφου δημιουργώντας άλλοτε το πρότυπο του νέου και ωραίου που εκπέμπει χιούμορ και μια δόση ειρωνείας και άλλες φορές το πορτρέτο ενός «αντιήρωα» με μεταφυσική διάσταση όπως χαρακτηριστικά τον βλέπουμε στο ρόλο του καπετάνιου Τζακ Σπάροου από την πολύ πετυχημένη εμπορικά σειρά ταινιών «Οι πειρατές της Καραϊβικής». Ο ίδιος δηλώνει απλά ότι κάνει απλώς την δουλειά του αγαπόντας το ίδιο όλους τους ήρωες που έπαιξε προσπαθώντας να επιλέγει τις δουλειές του σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες και όχι με τα εμπορικά κριτήρια της Αμερικανικής βιομηχανίας του κινηματογράφου. Γεννημένος στο Owensboro του Κεντάκι στις 6-9-1963 έπαιζε κιθάρα από την εφηβεία του σε δεκαπέντε τουλάχιστον ροκ μπάντες ενώ το 1983 τον βρίσκουμε στο Λος Άντζελες με το συγκρότημα «Kids». Το 1984 μέσω της μετέπειτα πρώην γυναίκας του Λουίς Άλισον γνωρίζει τον ηθοποιό Νίκολας Κέιτζ που του κανονίζει συνάντηση μ’ έναν ατζέντη και έτσι περνάει την πρώτη του οντισιόν παίζοντας για πρώτη φορά σε μικρό ρόλο στην ταινία « A nightmare on Elmstreet» με σκηνοθέτη τον Γουές Κρέιβεν. Επιπλέον για να πάρει τον ρόλο τον βοήθησε και η κόρη του σκηνοθέτη. Από κει και πέρα πρωταγωνιστεί στην νεανική ταινία «Private resort» (1985) κάνοντας παράλληλα τα πρώτα του περάσματα στην τηλεόραση με τη μεγαλύτερη επιτυχία του στο ρόλο ενός μυστικού αστυνομικού με baby face στη σειρά «21 jump street». Παράλληλα παίζει το ρόλο ενός μεταφραστή στο βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ «Platoon» του Όλιβερ Στόουν.
Στη συνέχεια αρνήθηκε πρωταγωνιστικούς ρόλους με συνηθισμένους νεανικούς ήρωες και παίζει στις ταινίες «Cry baby» του Τζον Νάτερς καθώς και στο φιλμ «Edward scissorhands» του Τιμ Μπάρντον στους αντίστοιχους ρόλους ενός ήρωα εμπνευσμένου από τον Έλβις Πρίσλει και της κωμικοτραγικής φιγούρας του Έντουάρντ που παραπέμπει υποκριτικά στο Τσάρλι Τσάπλιν έχοντας ψαλίδια στη θέση των χεριών του θυμίζοντας ιστορία τύπου «Φρανκεστάιν». Γι’ αυτούς τους ρόλους του κοινό και κριτικοί ξεχωρίζουν τη φυσική χάρη και τον πλούτο των εκφραστικών μέσων του Τζόνι Ντεπ αναδεικνύοντας το ταλέντο του.
Η καριέρα του ηθοποιού δεν συνεχίστηκε με ρόλους καρδιοκατακτητή αφού ο ίδιος δεν ήθελε ποτέ να τυποποιηθεί αποσκοπώντας μόνο στην εμπορική επιτυχία των ταινιών. Δικαιώνοντας τις επιλογές του παίζει για μία και μοναδική φορά σε ταινία μη Αμερικάνου σκηνοθέτη στο ποιοτικό φιλμ του σημαντικού Γιουγκοσλάβου σκηνοθέτη Εμίρ Κοστουρίτσα «Arizona dream» (1992) ενσαρκώνοντας μια ανατρεπτική φιγούρα σε μια ταινία με συμβολικά και ποιητικά στοιχεία φιλοσοφικού χαρακτήρα. Στην επόμενη ταινία «Benny and John» (1993) μια ρομαντική κωμωδία ο Τζόνι παρουσιάζεται ως σύγχρονος περφόρμερ τσίρκου στην ερωτική του σχέση με μια κοπέλα νοητικά καθυστερημένη και κάθε κομμάτι του ρόλου του θυμίζει για άλλη μια φορά χαρακτηριστικές εκφράσεις και «κλοουνίστικες» χορογραφημένες κινήσεις των ηθοποιών του βωβού σινεμά όπως ο Μπάστερ Κίτον και ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Με δική του επιμονή και επιλογή ενσαρκώνει αμέσως μετά στη δεύτερη συνεργασία του με τον ανατρεπτικό για την φαντασία του σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον τον Εντ Γουντ στο ομότιτλο φιλμ που σκιαγραφεί τη ζωή του χειρότερου σκηνοθέτη όλων των εποχών. Ο Ντεπ κάνει και εδώ μια συναρπαστική ερμηνεία με θεατρικά στοιχεία σ’ ένα πολυσύνθετο ρόλο με απογειώτικους ρυθμούς. Με το προσόν του φυσικού του κάλλους παίζει έπειτα με καστιλιάνικη προφορά ως μια μετενσάρκωση του Δον Ζουάν στην ταινία «Don Juan DeMarco» (1995) ρισκάροντας να συμπρωταγωνιστήσει με τον Μάρλον Μπράντο και τη Φαίη Νταναγουέι δίνοντας άλλη διάσταση στο ρόλο του θρυλικού εραστή που του προσδίδει το αρχέτυπο ενός Λατίνου φλογερού εραστή σε συνδυασμό με μια νεανική ματιά στην προσωποποίηση του ήρωα όταν ο ηθοποιός δεν «προσγειώνεται» στο ρεαλιστικό παίξιμο του νέου και ωραίου χάνοντας τη μαγεία του ρόλου του.
Η πρώτη όμως ουσιαστικά μεγάλη στροφή του ηθοποιού που σηματοδοτεί την πορεία του είναι ο ρόλος ενός περιθωριακού και μαλθακού «αντιήρωα» θύμα της βίας που τον τραυματίζει θανάσιμα οδηγώντας τον σ’ ένα αργό μεταφυσικό ταξίδι στον κάτω κόσμο όπου αναζητά το νόημα της ζωής στο σχεδόν ποιητικό μεταμοντέρνο γούεστερν « Dead man» (1996) του Τζιμ Τζάρμους που έχει μια ιδιαίτερη αρμονία μεταξύ των ασπρόμαυρων υποβλητικών πλάνων και της ψυχεδελικής μουσικής της ταινίας που αποτελεί πρόταση κινηματογραφικού ρυθμού με φιλοσοφικό στοχασμό. Ακολουθεί το φιλμ « Donnie Brasco» του Μαίκ Νιουέλς (1997). Ο Ντεπ παίζει τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο του αληθινού πράκτορα του F.B.I Joseph Pistone στην ιστορία του οποίου βασίστηκε το σενάριο της ταινίας. Ο σεναριογράφος Paul Attanasio δήλωσε ότι σ’ αυτό το φιλμ ο Τζόνι μεταμορφώνεται από ένα χαρισματικό αγόρι σ’ ένα δυναμικό άντρα. Έτσι ανεβαίνουν οι μετοχές του στο Χόλιγουντ και διεθνώς μια και ο ηθοποιός κρατάει ακέραιη την προσωπικότητα του πλάι σε καταξιωμένους και έμπειρους ηθοποιούς σε τέτοιου είδους ταινίες όπως ο Αλ Πατσίνο που κρατάει ένα σημαντικό δραματικό ρόλο στο έργο.
Μετά από αυτή την επιτυχία έρχεται ένα διάστημα εμπορικής και καλλιτεχνικής αποτυχίας όταν ο Ντεπ ως σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος πρωταγωνιστεί στην ταινία «The Brave» που κατακρίνεται για το αδύναμο σενάριο της. Εμπορική αποτυχία έχει και η ταινία «Fear and Loathing in Las Vegas» (1998) του Τέρι Γκίλιαμ όπου ο Ντεπ υποδύεται ένα ναρκομανή δημοσιογράφο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος με χαρακτηρίστηκες χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου και χαρακτηριστικό βάδισμα μακριά από το μονοδιάστατο χαρακτήρα που ενσαρκώνει σε μια ταινία που λειτουργεί με ύφος γκροτέσκο ως ένα τέλειο σχόλιο για την πτώση των αξιών στη σύγχρονη Αμερική. Ακολουθούν τρεις ταινίες θρίλερ που επιλέγει ο ηθοποιός. Στο πρώτο «The Astronaut’s Wife» (1999) παίζει ένα «καλό» παιδί που οδηγείται στο κακό ανατρέποντας την εικόνα του υπό την επίδραση άλιεν σε μια συμπαθητική ταινία και μια μονοδιάστατη «παράσταση» από τον Ντεπ. Συνολικά η ταινία πήρε άδικα ίσως αρνητικές κριτικές.
Στο επόμενο μεταφυσικό θρίλερ «The Ninth Gate» (1999) του Ρομάν Πολάνσκι που μετά το «Μωρό της Ρόζμαρι» δεν κατάφερε να κάνει μια αντάξια ταινία, ο ρόλος του Ντεπ και η ταινία χαρακτηρίστηκαν από τους περισσότερους κριτικούς σαν ένα ταξίδι στο πουθενά. Στη τρίτη ταινία αυτής της χρονιάς «Sleepy Hollow» του Τιμ Μπάρτον στην τρίτη κατά σειρά συνεργασία του με τον Ντεπ η ευρηματική φαντασία του σκηνοθέτη ξαναδίνει την ευκαιρία στο Τζόνι να προβάλει τα αρχέτυπα που τον ανέδειξαν. Μετά την επιτυχία αυτή ο Ντεπ δεν κυνηγάει επιτυχίες mainstream ηρώων και επειδή φοβάται έντονα κάθε μορφή απραξίας κάνει ταινίες με μεγάλη χρονική συχνότητα παίζοντας με τον φίλο του Σον Πεν στην ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελς «Before Night Falls» (2000) που αναφέρεται στη ζωή του εξόριστου Κουβανού συγγραφέα και ποιητή Ρεινάλντο Αρένας όπου ο ηθοποιός παίζοντας διπλό ρόλο υποδύεται δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες και εμφανίζεται απ’ το πουθενά στο φιλμ, εξαφανίζεται το ίδιο γρήγορα αλλά δεν απέχει ποτέ από τη δράση του έργου.
Με την ίδια ευκολία γίνεται τσιγγάνος εραστής στο κοινωνικό ιστορικό δράμα της Κριστίνα Ρίτσι βασισμένο σε μυθιστόρημα της Σάλι Πότερ «The Man who cried» (2000) και αμέσως μετά παίζει έναν dealer που πουλάει ναρκωτικά στο φιλμ «Blow» (2001) Τεντ Ντέμς. Στην επόμενη ταινία «Jack the Ripper» (2001) παίζει έναν επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιάρντ που ερευνά στο Λονδίνο τους φόνους του θρυλικού Τζακ του Αντεροβγάλτη. Ρόλο ενός αστυνομικού που επιβιώνει μέσα από αντίξοες συνθήκες μαθαίνοντας ξανά ν’ αγαπά κάνει επίσης στο φιλμ «From Hell» (2001). Ακολουθεί ο λαμπερός ρόλος του πειρατή Τζακ Σπάροου στην ταινία «The Pirates of the Caribbean: The Curse of the black pearl» (2003) του Γκορ Βερμπίνσκι που ξεχώρισε για την εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής των πειρατών, την καταιγιστική δράση και την άκρως κωμική φιγούρα του Σπάροου που έδωσε την ευκαιρία στο Ντεπ να «σολάρει» κάνοντας μια από τις πιο εντυπωσιακές εισόδους ηθοποιού σε ταινία και προτάθηκε για Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου για κωμικό ηθοποιό που επηρεάστηκε στο ρόλο του από τα χαρακτηρίστηκα του ροκ σταρ Κιθ Ρίτσαρντ των Ρόλινγκ Στόουνς.
Η ανοδική του καριέρα συνεχίζεται με το φιλμ «One upon a time in Mexico» του Μεξικάνου σκηνοθέτη Robert Rodriguer’s (2003) και την επίσης πετυχημένη ταινία «Secret Window» (2004) ένα θρίλερ τρόμου βασισμένο στο βιβλίο του Stephen King. Ο Τζόνι μαγεύει ξανά κοινό και κριτικούς υποδυόμενος τον συγγραφέα του Πήτερ Παν J.M Barrie στην ταινία «Finding Neverland» (2004) του Μαρκ Φορστέρ πετυχαίνοντας μια λεπτή και ωραία χημεία με την Κέιτ Γουινσλέτ που υποδύεται μια μητέρα τεσσάρων παιδιών στον πλατωνικό έρωτα που ζει μαζί της σε μια ρομαντική κομεντί ύμνο στην ελεύθερη σκέψη και μάθημα ζωής για νέους ανθρώπους. Ο Ντεπ με σκοτσέζικη προφορά παίζει για πρώτη φορά ένα μεσήλικα δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα και αξία σ’ ένα σενάριο που δεν τον βοηθάει να επιδείξει τα υποκριτικά του προσόντα. Κερδίζει για πρώτη φορά χρυσή σφαίρα και τη δεύτερη υποψηφιότητα του για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Το 2005 «δανείζει» τη φωνή του στο stop-motion animation φιλμ «Corpse Bride» (2005) του Τιμ Μπάρτον και το «Libertine» (2005) όπου ο Τζόνι παίζει έναν αυτοκαταστροφικό ηδονιστή διανοούμενο που ζει στη διαφθορά χάνοντας ολότελα τη μύτη του και αρπάζει την ευκαιρία να ενσαρκώσει έναν γκροτέσκο ήρωα και ένα είδος επαναστάτη για τα ήθη της Αγγλίας του 18ου αιώνα όπου διαδραματίζεται η ταινία.
Βιώνοντας σχεδόν πάντα στους ρόλους του τις πολλές εξωτερικές μεταμορφώσεις των ηρώων δίνει ένα ακόμα δείγμα της τεχνικής του στο φιλμ «Charlie and the chocolate factory» (2005) την ίδια χρονιά παίζοντας το διευθυντή ενός εργοστασίου σοκολάτας με μια αλλοπρόσαλλη σαδιστική φιγούρα πολύ κοντά στο πνεύμα του ομώνυμου παιδικού βιβλίου πολύ θεατές βρήκαν στην απόδοση του ήρωα ομοιότητες με τον τραγουδιστή της ποπ Μάικλ Τζάκσον. Την επόμενη χρονιά επανέρχεται θριαμβευτικά στο ρόλο του Τζακ Σπάροου στο πρώτο sequel «Pirates of the Caribbean: Dead Man’s Chest» (2006) του Γκορ Βερμπίνσκι υιοθετώντας το ίδιο πετυχημένο στυλ που τον καθιέρωσε στην πρώτη ταινία. Μετά την μεγάλη επιτυχία στο box office ανοίγει ο δρόμος για το δεύτερο sequel των πειρατών που θα βγει φέτος και στις Ελληνικές αίθουσες.
Όσον αφορά την προσωπικότητα του Τζόνι Ντεπ που σημειώτεον πριν γίνει ηθοποιός εκτός από μουσικός δούλεψε σε βενζινάδικο και έκανε τηλεφωνικές πωλήσεις μαρκαδόρων θα λέγαμε ότι επηρεάστηκε από το ρυθμό της μουσικής που έπαιζε σε συνδυασμό με τον αγώνα του και την επιμονή του να επιβάλλει στους ρόλους του με απροσδόκητους τρόπους μια περσόνα έξω από τα κλισέ του «καλού και ωραίου» παιδιού τσαλακώνοντας δημιουργικά το image του από ρόλο σε ρόλο. Σ’ ένα χώρο όπως το Χόλιγουντ που κυριαρχεί μέχρι τώρα το σύστημα «Στανισλάφσκι» στην παραστατική τέχνη που υπαγορεύει το απόλυτα ρεαλιστικό παίξιμο των ηθοποιών ο Ντεπ προτείνει ξεφεύγοντας απ’ αυτά τα όρια ένα νέο κώδικα υποκριτικής δίνοντας μια φαινομενικά εξωπραγματική υπόσταση και διάσταση στους περισσότερους ρόλους που έπαιξε κάτι που ερμηνεύτηκε από Αμερικάνους κριτικούς και μελετητές του κινηματογράφου ως μια υπόγεια σχέση της υποκριτικής του Ντεπ με την πολυεθνική κουλτούρα και τη θεατρική κίνηση που υπάρχει στη μουσική hip hop σε σχέση με τις ρίζες αυτής της μουσικής από τον αφροαμερικάνικο πολιτισμό. Ωστόσο πιστεύω ότι ο Ντεπ φίλτραρε με επιτυχία στους ρόλους του στοιχεία τεχνικής και κίνησης με βάση την γλώσσα του σώματος από τους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου που αποτελούν έτσι και αλλιώς την βάση και το σημείο αναφοράς για την παραστατική τέχνη γενικότερα.
Νίκος Θωμόπουλος
ΕΝΗΜΕΡΩΘΗΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΪΒΙΚΗΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
JOHNNY DEPP - ΤΖΟΝΙ ΝΤΕΠ